Καημό τον είχε η νεαρή σύζυγος, νιόπαντρη σχεδόν. "Όταν πάς στην Χώρα, έλεγε στον άντρα της, φέρε μου το βαγιόξυλο...". Γύριζε ο σύζυγος, πουθενά το βαγιόξυλο! "Δεν μου περίσσευαν τα λεφτά, έβρισκε την δικαιολογία. Ρε γυναίκα... την άλλη φορά."
Πέρασαν κάμποσες, πολλές φορές κι εκείνη το... ξέχασε! Της πέρασε η λαχτάρα, που λένε!
Κάποτε ο σύζυγος, χρόνια μετά, που το θυμήθηκε, ξεπέζεψε και πανευτυχής την φώναξε για να της δώσει το δώρο. Η γυναίκα δεν έδειξε κανέναν ενθουσιασμό, ούτε άπλωσε το χέρι της να το πάρει!
"Τώρα, εμένα, η μπογιά... μου πέρασε! Πάρτο το βαγιόξυλο να το δώσεις της μπαμπόγριας της μάνας σου, για να ξασπρίσει το... τσεμπέρι της."
- Άρεσε η ιστορία! Είχε και το... σόκιν της!
Κι έτσι... έμεινε!
- για την απόδοση, ο Ίστωρ -
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Χώρα. Το εμπορικό και διοικητικό κέντρο κάθε περιοχής.
1. Χώρα. Το εμπορικό και διοικητικό κέντρο κάθε περιοχής.
2. Βαγιόξυλο. Φανταστείτε ένα κομματάκι ξύλο από βάγια, δηλαδή Δάφνη του Απόλλωνα, όσο ένα χοντρό μολύβι. Το ένα του άκρο το βάζανε στη φωτιά, γινότανε κάρβουνο και είχαν ένα φυσικό, πρωτόγονο μολύβι μακιγιάζ, για να μπογιατίζουν, να τονίζουν-σκουραίνουν το χρώμα των βλεφαρίδων ή των φρυδιών και να κάνουν... σκιές! Στους Ελληνιστικούς Χρόνους, μάλιστα, κολλούσαν ψεύτικα φρύδια από δέρμα... ποντικού!
3. Σήμερα με αλλαγμένον τον χαρακτήρα του "μου", κυκλοφορεί με εντελώς άλλη έννοια. "Τώρα η μπογιά μου... επέρασε!", λένε.
▲ ΑΡΧΙΚΗ ▲
▲ ΑΡΧΙΚΗ ▲
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου